Άντον Τσέχωφ, Ο Βάνκας


Λίγα λόγια για το συγγραφέα
 Ο Τσέxωφ ήταν Ρώσος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στην επαρχία Taganrod το 1860 και πέθανε από φυματίωση, που τον ταλαιπωρούσε για πολλά χρόνια, στη γερμανική λουτρόπολη Badenweiler το 1904. 
Σπούδασε Ιατρική στη Μόσχα και πρόσφερε τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς σε ένα χωριό της Ουκρανίας, προκειμένου να βοηθήσει τους κατοίκους της που είχαν πληγεί από την ξηρασία. 
Κατά την περίοδο των σπουδών του δημοσίευσε χιουμοριστικά κείμενα σε περιοδικά για λόγους καθαρά βιοποριστικούς και αργότερα έγραψε περίφημα διηγήματα, νουβέλες και θεατρικά έργα όπως τα εξής: Στην Εξορία, Ο θάλαμος 6, Ο μαύρος μοναχός, Το βασίλειο των Γυναικών, Ο Γλάρος, Ο Θείος Βάνιας, Οι Τρεις Αδελφές, Ο βυσσινόκηπος, Στέπα.



Η υπόθεση του κειμένου
 Ο Βάνκας Ζούκοφ, ένα ορφανό εννιάχρονο αγόρι, δουλεύει σ’ ένα τσαγκαράδικο της Μόσχας. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού του που ζει στο χωριό. 
 Καθώς το αγόρι γράφει το γράμμα, φέρνει στο μυαλό του τη μορφή του παππού και θυμάται τα ευτυχισμένα Χριστούγεννα που περνούσε όσο ζούσε η μητέρα του, απολαμβάνοντας την αγάπη και τη στοργή όλων. Η ζωή του Βάνκα στο χωριό ήταν ευτυχισμένη και χαρούμενη. Συχνά πήγαινε στο δάσος με τον παππού ή, όταν έμενε σπίτι, η δεσποινίς `Ολγα του μάθαινε να γράφει, να μετρά και να χορεύει.

Ένα αγόρι τα Χριστούγεννα
Στο γράμμα του ο Βάνκας περιγράφει τη δυστυχισμένη και σκληρή ζωή που περνά στο τσαγκαράδικο(η καθημερινότητά του-παρόν). Το αφεντικό του τον εκμεταλλεύεται και τον ταλαιπωρεί  καθημερινά, τον προσβάλλει, τον χτυπάει με το παραμικρό και γενικά του συμπεριφέρεται πολύ βάναυσα. Το ίδιο άσχημα του συμπεριφέρεται και η γυναίκα του αφεντικού του, καθώς και οι άλλοι καλφάδες που δουλεύουν εκεί. Πολλές φορές τον αφήνουν νηστικό, δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί, αναθέτοντάς του να κουνάει την κούνια του μωρού, τον βρίζουν χωρίς λόγο, τον αναγκάζουν να κλέβει για λογαριασμό τους  και γενικά του κάνουν τη ζωή μαύρη. Δεν αντέχει άλλο αυτή την άθλια ζωή, ακατάλληλη για ένα μικρό παιδί,  και ζητά από τον παππού του- το μοναδικό συγγενικό πρόσωπο που του απέμεινε-να τον πάρει στο χωριό μαζί του. Τον βλέπει ως το σωτήρα του. Υπόσχεται ότι θα είναι υπάκουος και θα κάνει όλες τις δουλειές που θα του αναθέτουν.
bankas - ζ.πίνακας,παιδί που κλαίει


 Τελειώνοντας ο Βάνκας το γράμμα, το κλείνει σ’ έναν φάκελο και γράφει απ’ έξω μόνο το όνομα του παππού του, παραλείποντας τη διεύθυνση. Αφού  το ρίξει σ’ ένα ταχυδρομικό κουτί, επιστρέφει στο σπίτι γεμάτος ευτυχία και αγαλλίαση, για να κοιμηθεί ήσυχος πια στο κρεβάτι του, με την ελπίδα ότι ο παππούς του, ο σωτήρας του, θα έρθει να τον πάρει μαζί του και να τον γλιτώσει από τη σκληρή καθημερινότητα που βιώνει. Στο σημείο αυτό έχουμε τραγική ειρωνεία, γιατί οι αναγνώστες γνωρίζουν ότι το γράμμα δε θα φτάσει ποτέ στον παππού, γεγονός που ο ήρωας αγνοεί. Το στοιχείο αυτό προσδίδει τραγικότητα στο απαισιόδοξο τέλος του κειμένου, και καθιστά τον ήρωα τραγικό πρόσωπο. Θα χαρακτηρίζαμε το τέλος του διηγήματος τραγικό, θλιβερό, συγκινητικό και απαισιόδοξο.
Θέμα του κειμένου
 Η παιδική βιοπάλη και η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίαςΟ όρος παιδική εργασία αναφέρεται στην εκμετάλλευση των παιδιών μέσω οποιασδήποτε μορφής εργασίας, που τους αφαιρεί το δικαίωμα στη μόρφωση, στο παιχνίδι και στην ξεγνοιασιά και είναι ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά ή ηθικά επιζήμια. Η εκμετάλλευση αυτή απαγορεύεται από τη νομοθεσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, περίπου το 1 στα 4 παιδιά ασκούν εργασία. Η φτώχεια και η έλλειψη σχολείων θεωρούνται η κύρια αιτία της παιδικής εργασίας. Στο κείμενο η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας προβάλλεται μέσα από το ότι ο Βάνκας δεν δουλεύει μόνο ως βοηθός στο τσαγκαράδικο, αλλά εκμεταλλεύονται την ηλικία του και του αναθέτουν κι άλλες δουλειές, όπως να κουνάει την κούνια του μωρού, να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού και άλλα.

ΤΟΠΟΣ: α/ Στο παρόν είναι η πόλη τηςΜόσχας και το τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. β/ Στο παρελθόν(μέσα από τις αναμνήσεις του Βάνκα) είναι το σπίτι στο χωριό και η ύπαιθρος. Ο τόπος αρχικά είναι το τσαγκαράδικο του Αλιάχιν στην πόλη και στη συνέχεια, μέσα από την επιστολή και την αναπόληση του Βάνκα, μεταφερόμαστε στο χωριό και στην ύπαιθρο,στο σπίτι, που ζούσε παλαιότερα ξέγνοιαστος ο Βάνκας και τώρα εκεί ζει ο παππούς.

ΧΡΟΝΟΣ: Και ο χρόνος κινείται σε δύο επίπεδα: Στο παρόν και το παρελθόν.
  • Το παρόν είναι συγκεκριμένα η παραμονή Χριστουγέννων και γενικότερα ο πραγματικός χρόνος, η σκληρή καθημερινότητα του Βάνκα στο τσαγκαράδικο στη Μόσχα.
 Ο συγγραφέας σκόπιμα επιλέγει  την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί την περίοδο των εορτών είναι πιο έντονη η επιθυμία να βρισκόμαστε μαζί με τους δικούς μας ανθρώπους.Να γιορτάζουμε και να εισπράττουμε αγάπη. Επομένως, η μοναξιά και η εγκατάλειψη του Βάνκα γίνονται ακόμη πιο έντονες και βασανιστικές αυτήν την ημέρα. Επιπλέον, η νύχτα και ο όρθρος δίνουν την ευκαιρία στον Βάνκα να μείνει μόνος του και κρυφά να γράψει το γράμμα. 
  • Το παρελθόν είναι οι ευτυχισμένες μέρες του Βάνκα  στο χωριό, τις οποίες ο μικρός βιοπαλαιστής   νοσταλγεί. Είναι η ανεμελιά και η ευτυχία κοντά στους δικούς του.Είναι η ασφάλεια του οικογενειακού περιβάλλοντος και η αγάπη που εισέπραττε. Στο χωριό δε δούλευε σκληρά, δεν τον κακομεταχειρίζονταν, δεν έμενε νηστικός και άυπνος. Έπαιζε ξέγνοιαστος, έτρωγε, μάθαινε γράμματα. 

  • Κεντρικό πρόσωπο των αναμνήσεων του ήρωα είναι ο παππούς, στοιχείο που δείχνει την μεγάλη αγάπη του Βάνκα γι αυτόν, το σεβασμό του, αλλά και το γεγονός ότι είναι το μοναδικό κοντινό του πρόσωπο, που τον βλέπει ως σωτήρα του από τα βάσανά του. Γι αυτό εξάλλου, του απευθύνει  συνεχείς εκκλήσεις μέσα από το γράμμα του. 
Ο στόχος και το διαχρονικό μήνυμα του συγγραφέα

Ο Τσέχωφ θέλει μέσα από το κείμενο αυτό να στηλιτεύσει(καταδικάσει)την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας. Να αποκαλύψει και να καταγγείλει τις δύσκολες συνθήκες που ζουν τα παιδιά, τα οποία  λόγω ορφάνειας και φτώχειας αναγκάζονται να εργαστούν. Το διήγημα περιγράφει και καυτηριάζει την κοινωνική ανισότητα και τις τραγικές συνθήκες ζωής στην τσαρική Ρωσία, όπου ένα μεγάλο μέρος του λαού βίωνε τη φτώχεια και την εξαθλίωση. 



Η παιδική βιοπάλη-εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας σήμερα

  Όσα αναφέρει και κατακρίνει ο Τσέχωφ το 1886, σχετικά με την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, δυστυχώς εξακολουθούν να είναι και σήμερα επίκαιρα, καθώς χιλιάδες παιδιά σε όλον τον κόσμο μεγαλώνουν κάτω από σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες και βιώνουν την εκμετάλλευση και  το απάνθρωπο πρόσωπο της κοινωνίας (παιδιά των φαναριών, άθλιες συνθήκες ζωής των παιδιών του Τρίτου Κόσμου). Δυστυχώς, σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως η Ινδία και άλλες, οι γονείς δε διστάζουν να πουλήσουν κάποιο από τα παιδιά τους είτε για εμπόριο οργάνων είτε για άλλους λόγους.


Χαρακτηρισμός του Βάνκα
 Είναι ένα ορφανό, ταλαιπωρημένο, απογοητευμένο και παραγκωνισμένο παιδί. Μεγαλώνει απότομα γνωρίζοντας από νωρίς το σκληρό πρόσωπο της ζωής. 
 Έξυπνος και τολμηρός. Περιμένει την κατάλληλη στιγμή να γράψει και να στείλει το γράμμα. Ευγνώμων προς τον παππού, στον οποίον υπόσχεται να τον προσέχει στα γεράματά του. Έχει ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα. Ένα αδύνατο πλασματάκι , που δεν μπορεί να αντιδράσει στην αδικία που υφίσταται. Ως παιδί είναι γεμάτος αθωότητα και αφέλεια. Εντυπωσιάζεται από τη ζωή στη Μόσχα. Ο Βάνκας έχει την αθωότητα των παιδιών της ηλικίας του. Οι διαφορετικές εικόνες της πρωτεύουσας τού κάνουν εντύπωση. Είναι ίσως το μόνο ευχάριστο πράγμα της νέας του ζωής.
 Αγνοεί, λόγω ηλικίας,  τα βασικά στοιχεία της αλληλογραφίας.
Χαρακτηρισμός του παππού
 Ανήκει στην τάξη των φτωχών της τσαρικής Ρωσίας. Εργάζεται ως νυχτοφύλακας σε σπίτι πλουσίων. «Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξήντα πέντε χρονών». Γελαστός κι ευχάριστος άνθρωπος, με χιούμορ και ζωντάνια. Αγαπητός στο υπόλοιπο προσωπικό.
Το αφεντικό, η γυναίκα του και οι καλφάδες
 Είναι οι άνθρωποι της πόλης τα αφεντικά του Βάνκα. Απόμακροι και σκληροί. Τους λείπει η ζεστασιά και η ανθρωπιά. Αντιμετωπίζουν χωρίς οίκτο και ανθρωπιά το Βάνκα και εκμεταλλεύονται το μικρό, ορφανό κι απροστάτευτο παιδί.
   

Ο Βάνκας και οι συνθήκες της ζωής του στο τσαγκαράδικο(παρόν)
 Ο Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο αγόρι. Ορφανός από πατέρα και μητέρα. Ο μόνος δικός του άνθρωπος είναι ο παππούς του, ο οποίος όμως μένει μακριά του, στο χωριό. Ο Βάνκας ζει στη Μόσχα ως βοηθός τεχνίτη (κάλφας) σε τσαγκαράδικο. Η ζωή του στην πρωτεύουσα είναι πολύ δύσκολη. Αναγκάζεται να δουλεύει σκληρά σε τόσο μικρή ηλικία. Με το παραμικρό τον βρίζουν και τον δέρνουν. Όλοι τον εκμεταλλεύονται. Τον αφήνουν νηστικό, τον βάζουν να κάνει κι άλλες δουλειές(εκμετάλλευση παιδικής εργασίας), όπως π.χ. το βράδυ τον βάζουν να κοιμάται δίπλα στο μωρό, για να το κουνάει όταν κλαίει. Έτσι δεν χορταίνει τον ύπνο. Είναι ξυπόλητος και κρυώνει. Η γυναίκα του αφεντικού τον υποχρεώνει να καθαρίζει ψάρια και οι καλφάδες τον στέλνουν να κλέβει.  Αν κάνει κάποιο λάθος, τον χτυπούν και τον κακομεταχειρίζονται.  Η ζωή του είναι ανυπόφορη, «χειρότερη και από του σκύλου». Οι ευχάριστες αναμνήσεις του παρελθόντος είναι οι μόνες που τον κάνουν να ξεφεύγει από τη θλιβερή πραγματικότητα. Επιθυμία και όνειρό του είναι να επιστρέψει κοντά στον παππού, το μόνο του στήριγμα. Το σωτήρα του. Το γράμμα που του γράφει είναι η ευκαιρία να αφηγηθεί τα βάσανά του. 

Πώς ζούσε ο βάνκας στο χωριό;(Το  ευτυχισμένο παρελθόν)
      Ο Βάνκας ζούσε στο χωριό με τη μητέρα και τον παππού του. Έτρωγε, κοιμόταν, έπαιζε χαρούμενος και δεν δούλευε υπό αντίξοες συνθήκες, όπως κάνει τώρα. Ήταν ανέμελος κι ευτυχισμένος. Ένιωθε ασφάλεια και δεχόταν την αγάπη των άλλων. Ζούσε δηλαδή, όπως πρέπει να ζει κάθε παιδί στην ηλικία του. Τα Χριστούγεννα ο Βάνκας συνόδευε πάντα τον αγαπημένο του παππού του στο δάσος, για να κόψουν έλατο για τον αφέντη. Απολάμβανε ξέγνοιαστος τα Χριστούγεννα μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή. Η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα μάθαινε τον Βάνκα να γράφει, να διαβάζει, να λογαριάζει, να χορεύει καντρίλιες και τον κερνούσε γλυκά. Απολάμβανε την κάθε απλή στιγμή της ζωής του.


Ο ρόλος του γράμματος στο διήγημα
  Το γράμμα λειτουργεί ως βασικό στοιχείο της πλοκής. Μέσα από το γράμμα διαγράφεται ο χαρακτήρας του παιδιού και παρουσιάζονται σκηνές από την καθημερινή, σκληρή  ζωή του στην πόλη, αλλά και οι ευτυχισμένες, ανέμελες στιγμές από τη ζωή του  στο χωριό, παλαιότερα, μέσω των αναμνήσεων και της νοσταλγίας του. Αποτελεί ένα ενδιαφέρον τέχνασμα του συγγραφέα, μέσα από το οποίο παραθέτει όλες τις πληροφορίες για τον ήρωα: την κατάσταση και τα συναισθήματα του παιδιού, τις δύσκολες συνθήκες της ζωής του, τη σχέση του με τα άλλα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη με τον ήρωα. Το πέρασμα από το παρόν στο παρελθόν και το αντίστροφο. 
  Στην τεχνική αυτή καθοριστικό ρόλο παίζει το παράθυρο μέσα στο μισόφωτο, από όπου «φεύγει» ο Βάνκας στο χωριό και στο παρελθόν. Είναι μία επινόηση του συγγραφέα, για να τονίσει την τάση φυγής του Βάνκα από τη σκληρή καθημερινότητα. 
 Το μεσαίο τμήμα του γράμματος έχει διαφορετικό περιεχόμενο και ύφος από το υπόλοιπο γράμμα. Ο Βάνκας ξεχνά για λίγο τα βάσανα και την απογοήτευσή του και περιγράφει τη Μόσχα, που διαφέρει αρκετά από το χωριό του. Μιλά με θαυμασμό για τα πλουσιόσπιτα, τα άλογα και τα σκυλιά που δεν δαγκώνουν. Αναφέρει τα  πολλά μαγαζιά που πουλούν κάθε λογής πράγματα, αγκίστρια, δολώματα, ντουφέκια. Τον εντυπωσιάζουν τα χασάπικα που πουλούν κυνήγια (τσαλαπετεινούς, πέρδικες και λαγούς) και αναρωτιέται πού τα σκοτώνουν.  Τα παιδιά δεν γυρίζουν στους δρόμους για να πουν τα κάλαντα ούτε ψέλνουν στην εκκλησία.

Το τραγικό και απαισιόδοξο τέλος- η τραγική ειρωνεία
Ο Βάνκας, ο ήρωας του κειμένου, μετά την ταχυδρόμηση του γράμματος στον παππού-σωτήρα του κοιμάται ευτυχισμένος και γεμάτος ελπίδες ότι ο παππούς θα διαβάσει το γράμμα και θα έρθει στη Μόσχα για να τον πάρει μαζί του. Να γλιτώσει από τα βάσανά του. Ο αναγνώστης όμως καταλαβαίνει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του, γιατί ο μικρός δεν έγραψε σωστά τη διεύθυνση του παππού. Έτσι ο παππούς δεν θα μάθει την ταλαιπωρία και τις εκκλήσεις του παιδιού, με αποτέλεσμα τα βάσανα του Βάνκα να μην τελειώσουν.  Ο Βάνκας ελπίζει πως ο παππούς του θα έρθει και θα τον γλιτώσει από τα βάσανα. Ονειρεύεται κιόλας τη στιγμή που ο παππούς διαβάζει το γράμμα. Στο σημείο αυτό του κειμένου έχουμε τραγική ειρωνεία, γιατί οι αναγνώστες γνωρίζουν πως ο παππούς δεν θα πάει ποτέ, κάτι που αγνοεί ο ήρωας. 
Τραγικό και απαισιόδοξο χαρακτηρίζεται το τέλος που επιλέγει ο συγγραφέας. Ο Βάνκαςο ήρωας του κειμένου, μετά την ταχυδρόμηση του γράμματος στον παππού-σωτήρα του κοιμάται ευτυχισμένος και γεμάτος ελπίδες ότι ο παππούς θα διαβάσει το γράμμα και θα έρθει στη Μόσχα για να τον πάρει μαζί του. Να γλιτώσει από τα βάσανά του. Ο αναγνώστης όμως καταλαβαίνει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του, γιατί ο μικρός δεν έγραψε σωστά τη διεύθυνση τού παππού. Έτσι ο παππούς δεν θα μάθει την ταλαιπωρία και τις εκκλήσεις του παιδιού, με αποτέλεσμα τα βάσανα του Βάνκα να μην τελειώσουν. Ο Βάνκας ελπίζει πως ο παππούς του θα έρθει και θα τον γλιτώσει από τα βάσανα. Ονειρεύεται κιόλας τη στιγμή που ο παππούς διαβάζει το γράμμα. Στο σημείο αυτό του κειμένου έχουμε τραγική ειρωνεία, γιατί οι αναγνώστες γνωρίζουν πως ο παππούς δεν θα πάει ποτέ, κάτι που αγνοεί ο ήρωας. Σαν να αναγγέλλει ότι η αδικία, η εκμετάλλευση και η σκληρή ζωή πολλών παιδιών δεν θα τελειώσουν ποτέ. Έτσι, ο συγγραφέας περνάει το διαχρονικό μήνυμα του κειμένου για την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας.

 Το τραγικό αυτό τέλος του διηγήματος γεννά στους αναγνώστες συναισθήματα μεγάλης λύπης, οίκτου για το ορφανό παιδί, συγκίνησης και απόγνωσης. Ταυτόχρονα όμως, αισθάνονται οργή και αγανάκτηση για την εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, που βιώνει ο Βάνκας.


Η αγάπη του Βάνκα για τον παππού του φαίνεται από τα εξής:
–  Τις προσφωνήσεις "Αγαπημένε μου παππού…", "Πολυαγαπημένε μου παππού..."
–  Από τον τρόπο που παρουσιάζει τον παππού. Μιλά τρυφερά γι’ αυτόν και αναπολεί τις όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί του.
–  Από τις ευχές και τις υποσχέσεις που του δίνει.
–  Απ’ τη λαχτάρα του να γυρίσει κοντά του.

Οι διαφορές  της ζωής του Βάνκα στην πόλη και της ζωής του στο χωριό είναι οι εξής:
 Στο χωριό ήταν ανέμελος, ελεύθερος, χαρούμενος, δε δούλευε και είχε κοντά του ανθρώπους που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν. Ένιωθε ασφαλής στη θαλπωρή του σπιτιού του, έτρωγε κανονικά, κοιμόταν, και εισέπραττε αγάπη και φροντίδα. Είχε χρόνο για παιχνίδι, αλλά αποκτούσε και στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης ακόμη και χορού! 
 Στην πόλη αντίθετα, στερείται όλα τα παραπάνω. Δουλεύει πολύ σκληρά, κάτω από άθλιες συνθήκες,  δεν μορφώνεται ούτε έχει όλα αυτά που είναι απαραίτητα σε ένα παιδί για την ανάπτυξή του, όπως  το φαγητό, ο ύπνος το παιχνίδι, αλλά κυρίως η αγάπη και η ασφάλεια. Όλοι του φέρονται απάνθρωπα και τον κακομεταχειρίζονται σε τέτοιο βαθμό,  ώστε να κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητά του. Αισθάνεται μοναξιά, φόβο και απόγνωση.
Συναισθήματα του ήρωα και των αναγνωστών
 Ο Βάνκας νιώθει φόβο την ώρα που γράφει το γράμμα, μήπως τον ανακαλύψουν. Γενικότερα, το παιδί είναι τρομοκρατημένο, λόγω της κακοποίησης που βιώνει. Νιώθει μοναξιά, απελπισία και απόγνωση,  όπως φαίνεται από τις επίμονες παρακλήσεις προς τον παππού για να έρθει  να τον πάρει μαζί του. Από την εκτενή αναφορά στις αναμνήσεις, αποκαλύπτεται η νοσταλγία του για την ευτυχισμένη ζωή στο χωριό.
Ο αναγνώστης αισθάνεται οργή και αγανάκτηση για την κακομεταχείριση του παιδιού. Νιώθει συμπόνια και οίκτο για τον Βάνκα. Λυπάται και συμπάσχει με την κακομεταχείρισή του. Νιώθει προσωρινή ανακούφιση και ελπίδα για το μέλλον του μικρού με το γράψιμο του γράμματος. Γρήγορα όμως  ακολουθεί η απογοήτευση, όταν διαπιστώνει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό του. Συγκινείται με το δράμα του παιδιού και ταυτόχρονα αγανακτεί με την αδικία που επικρατεί.
Γλώσσα: Η γλώσσα της μετάφρασης είναι απλή, καθημερινή, ιδιαίτερα στο γράμμα,  αφού μιμείται τους τρόπους έκφρασης ενός παιδιού. Το ύφος είναι απλό, φυσικό. Γλώσσα και ύφος αποδίδουν με ζωντάνια και παραστατικότητα όσα τραγικά διαδραματίζονται.
Αφηγηματικοί τρόποι

   Στο διήγημα εντοπίζουμε δύο αφηγητές.
  α/ Ο πρώτος αφηγητής αφηγείται σε γ΄ πρόσωπο στα σημεία του κειμένου, εκτός από το γράμμα, δεν ανήκει στα πρόσωπα του διηγήματος, παρακολουθεί όμως από κοντά τη ζωή του Βάνκα. Γνωρίζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του.  Είναι δηλαδή παντογνώστης αφηγητής. Η αφήγηση είναι αναδρομικήΣτην αναδρομική αφήγηση, εκτός από τους παρελθοντικούς χρόνους,χρησιμοποιείται και ο δραματικός ενεστώτας, για να δοθεί ζωντάνια. Ο Βάνκας φαντάζεται τα όμορφα γεγονότα του παρελθόντος να γίνονται και στο παρόν, σαν να τα ζει εκείνη τη στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας κάνει τους αναγνώστες συμμέτοχους στην ιστορία.
 Μέσα από την αφήγηση του παντογνώστη αφηγητή παίρνουμε πληροφορίες για τον ήρωα του διηγήματος. Μαθαίνουμε την ηλικία του,  ότι είναι ορφανός και πληροφορούμαστε για τη δύσκολη ζωή του στο παρόν, στο τσαγκαράδικο,  αλλά και για τα ευτυχισμένα χρόνια στο παρελθόν, όταν ζούσε στο χωριό, ανέμελος, χαρούμενος και ασφαλής με τους δικούς του.   
  β/Ωστόσο, το διήγημα περιλαμβάνει και το γράμμα του Βάνκα, στο οποίο μιλάει ο ίδιος ο ήρωας. Έχουμε λοιπόν έναν δεύτερο αφηγητή, τον κεντρικό ήρωα του κειμένου, που αφηγείται σε α΄ πρόσωπο τα βάσανά του στον παππού του.
  Βέβαια, τυπικά θα λέγαμε, ότι, εφόσον πρόκειται για γράμμα(υπάρχει αποδέκτης του γραπτού λόγου),   στο γράμμα ο ήρωας απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο στον παππού του. Έχουμε δηλαδή έναν έμμεσο/ιδιότυπο διάλογο.
 Όμως ο Βάνκας σε όλο το γράμμα, όπως αναφέραμε,  αφηγείται σε α΄ πρόσωπο τα βάσανά του από την σκληρή καθημερινότητα που βιώνει, καθώς  και τα συναισθήματά του, ικετεύοντας τον παππού του να πάει και να τον πάρει μαζί του.  Όταν βέβαια ο ήρωας αφηγείται σε α΄ πρόσωπο, μεταφέρει μόνο όσα έχουν πέσει στη δική του αντίληψη, όσα βίωσε ή άκουσε. Συνεπώς, ο αφηγητής(ο Βάνκας) αφηγείται μία ιστορία, στην οποία συμμετέχει ο ίδιος. 
 Στο διήγημα φυσικά συναντούμε και τους εξής αφηγηματικούς τρόπους: 
– Περιγραφή: Περιγράφεται ο παππούς, η νύχτα στο χωριό, ο Βάνκας και τα μαγαζιά της Μόσχας. "  Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν.", "  Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.", "   Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές… ", "  O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του."
– Διάλογος: Αναφέρονται λίγα λόγια του παππού.  "— Θα πάρετε λίγη πρέζα;", "— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!".
 -Αξιοπρόσεκτος επίσης είναι ο ιδιότυπος διάλογος, που εντοπίζεται στα σημεία εκείνα του γράμματος, στα οποία ο Βάνκας απευθύνεται σε β πρόσωπο στον παππού του. "Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού", " Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…   Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία. Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα   Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού.    Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα."
   Ας μην ξεχνάμε πως το κείμενο είναι ένα γράμμα, το οποίο έχει αποδέκτη, ένα άτομο δηλαδή, με το οποίο νοερά συνδιαλέγεται ο αποστολέας.

*Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στον εντοπισμό των αφηγηματικών τρόπων του κειμένου καθώς και στο πρόσωπο του αφηγητή, ιδιαίτερα στα σημεία όπου υπάρχει το γράμμα του Βάνκα στον παππού.

Εκφραστικά μέσα
Μεταφορές: ένας κόμπος τον έπνιγε, φαρμακερή κακία, τον σάπιζαν στο ξύλο, τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια, αστέρια...χαρούμενα
Παρομοίωση:ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές
Αρκετές εικόνες
Τραγική ειρωνεία: " νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του".

Ο Βάνκας του Τσέχωφ, μια κραυγή διαμαρτυρίας
  Στο διήγημα αυτό ο μεγάλος «Ρώσος συγγραφέας προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. Ο Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του.» Έτσι, ζει τη σκληρότητα των ανθρώπων στον έσχατο βαθμό, που εκμεταλλεύονται την ορφάνια και την παιδική του ηλικία. Ο Βάνκας παρά τη μοναξιά και την αναλγησία που βιώνει από τους συνανθρώπους του κατορθώνει να ανυψώνεται ως άνθρωπος που μόνο το νεαρό της ηλικίας του, του φράζει το δρόμο προς την ωριμότητα και την ανδρεία. Βλέπουμε στο διήγημα πως η ηλικία δεν έχει καμία σημασία, προκειμένου κάποιος να εκφράζει με απλά λόγια τον πόνο, τον εξευτελισμό, την ταπείνωση, συναισθήματα και καταστάσεις που ζει το αγόρι σε καθημερινή βάση. Ο παππούς είναι η μόνη του ελπίδα, για να ξεφύγει από έναν κόσμο που ο άνθρωπος θεωρείται πράγμα.
  "Ο Βάνκας" μας παραπέμπει στα προ Χριστού χρόνια,  όπου οι γυναίκες και τα παιδιά δεν έχουν καμία αξία και υπόληψη μέσα στην κοινωνία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το παιδί ζει με το φόβο, την ανασφάλεια, την καθημερινή κακοποίηση ψυχική και σωματική, και το μόνο σημάδι ελπίδας που υπάρχει μέσα του είναι η παρουσία του παππού του, αφού ήταν το μοναδικό πρόσωπο μαζί με τους ανθρώπους του υποστατικού στο χωριό που του χάρισαν αναμνήσεις χαράς και ανθρωπιάς. Έτσι, γράφοντας ένα γράμμα που δεν επρόκειτο ποτέ να φτάσει στον προορισμό του, αντιλαμβανόμαστε τη ζωή του, τα δεινά του, μια ζωή,  που όντως είναι «βιοπάλη= παλεύω για τη ζωή μου», παλεύω για να μην καταρρεύσω, παλεύω απέναντι στην ψυχική και πνευματική υποδούλωση, αφού το σώμα μπορεί κάποιος να το χαλιναγωγήσει όχι όμως και το πνεύμα.
  Το μικρό αγόρι «ανήκει» στο τσαγκαράδικο αλλά ουσιαστικά ο νους και η ψυχή του έχει σφραγιστεί από την αγάπη, τη θαλπωρή, την τρυφερότητα που έζησε στο παρελθόν στο υποστατικό όπου δούλευε ο παππούς. Οι άνθρωποι εκείνοι υπέγραψαν στην ψυχή του την πίστη, πως όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι, αλλά πως η κοινωνία διαθέτει δύο όψεις, τη θετική και την αρνητική. Η κυρία Όλγα που τον δίδασκε ανάγνωση και γραφή ανήκει σε μια κοινωνία όπου το αγαθό μπορεί να νικήσει το κακό, το άδικο να κατατροπωθεί από τη δικαιοσύνη, χαρίζοντας καλοσύνη εκεί που επικρατεί η καταδυνάστευση και η αλλοτρίωση του ανθρώπου από το συνάνθρωπο. Η παρουσία του παππού και της κυρίας Όλγας ξεχωρίζει μέσα στη μουχλιασμένη πόλη της Ρωσίας,  όπου ποδοπατείται κάθε μορφή ομορφιάς και αγάπης.
 Ο Βάνκας με τα μάτια της φαντασίας του μεταφέρεται στο υποστατικό όπου «ο καιρός είναι θαυμάσιος….ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζει όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. Ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…..». Αυτή είναι η εικόνα που κρατά φυλαγμένη καλά μέσα του ο μικρός μας ήρωας. Μια εικόνα σταθερή, αναλλοίωτη, άφθαρτη, καμωμένη με αρώματα και αγάπη από ένα παρελθόν που παρήλθε αλλά που αποζητά έντονα να ξαναζήσει….Παρόν, παρελθόν αναμειγνύονται, χάνονται για λίγο και πάλι επιστρέφουν, ώστε να εκφραστούν τα βάσανα του αγοριού.
 Η πένα τρέχει πάνω στο χαρτί, θέλοντας να αποτυπώσει τα μελανά στοιχεία μιας ζωής που αρνείται τη συνέχειά της. Αυτή είναι η ζωή του Βάνκα, όπως αυτή εκτυλίσσεται μέσα σε ένα γράμμα απελπισίας, πίκρας και μοναξιάς. Ένα γράμμα, που,  όπως προαναφέρθηκε,  δεν θα φτάσει ποτέ στον προορισμό μου, εφόσον το γράμμα εστάλη χωρίς τη σωστή διεύθυνση του παραλήπτη  του. Αυτό δεν μειώνει τη δύναμη των συναισθημάτων που γεννιούνται, καθώς βλέπουμε το αγόρι να κοιμάται ευτυχισμένο με την ελπίδα χαραγμένη στα όνειρά του, πως πολύ σύντομα θα νιώσει και πάλι την ασφάλεια και την αγάπη που είχε ζήσει στο πλούσιο σπίτι του κυρίου Ζιβάρεφ. 

 Ο Άντον Τσέχωφ ξετυλίγει τη διήγηση του μέσα σε δύο χρονικά επίπεδα, παράλληλα και αληλοσυμπλεκόμενα, εκείνο του παρόντος και εκείνου του παρελθόντος, που έρχεται σε ισχυρή αντίθεση με την τωρινή ζωή του μικρού παιδιού. Η αγνή παιδική ψυχή δεν μπορεί να κατανοήσει την αναλγησία που διακρίνει τις εκάστοτε κοινωνικές τάξεις στην τσαρική Ρωσία, ώστε ο αναγνώστης μόνο λύπη, θλίψη, συμπόνια, τρυφερότητα, αγανάκτηση και οργή μπορεί να αισθανθεί για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και δουλειάς που επικρατούσαν στα χρόνια που περιγράφονται μέσα από το γράμμα του Βάνκα, μια αφήγηση απέριττη χωρίς στολίδια, με γλώσσα μετρημένη και φυσική που εστιάζεται σε αναμνήσεις και μέσω αυτών πετυχαίνει να περιγράψει με ακρίβεια και ειλικρίνεια πρόσωπα, συγκυρίες και καταστάσεις.



Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
 1. Ποια συναισθήματα τρέφει ο Βάνκας για τον παππού του; Βρείτε τα σχετικά χωρία μέσα στο κείμενο. Ο Βάνκας τρέφει πολύ μεγάλη αγάπη για τον παππού του. Στο γράμμα του: α. Χρησιμοποιεί πολλές φορές την προσφώνηση «αγαπημένε μου παππού». β. εκμυστηρεύεται στον παππού του πως εκείνος είναι ο μόνος άνθρωπος που του έχει απομείνει στη ζωή και πως δεν ενδιαφέρεται για κανέναν άλλο («δεν έχω πια ούτε πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες»). γ. μέσα από τις ευχές που του στέλνει εν όψει των Χριστουγέννων («Ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά»). δ. λέει ότι κάνει διαρκώς την προσευχή του, για να έχει ο Θεός καλά τον παππού του («όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα»). ε. δηλώνει την αγάπη του και μέσα από την αναπόληση του παρελθόντος, όπου υπάρχουν πολλές όμορφες στιγμές, τις οποίες τις πέρασε κοντά στον αγαπημένο του παππού. στ. λέει στον παππού του πως τον έχει τόση ανάγκη και τον παρακαλεί να επιστρέψει κοντά του, υποσχόμενος μάλιστα πως, σε περίπτωση ανυπακοής του, θα του επιτρέψει να τον δείρει («κι αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου»). ζ. υπόσχεται να φροντίζει και να προστατεύει τον παππού του («Και όταν θα μεγαλώσω ... κανένα να σου κάνει κακό»).

 2. Συγκρίνετε τη ζωή του Βάνκα στη Μόσχα με εκείνη που ζούσε στο χωριό του. Ποιες διαφορές εντοπίζετε; Η ζωή στη Μόσχα για το Βάνκα μοιάζει με έναν εφιάλτη. Είναι αναγκασμένος να εργάζεται σε ένα δύσκολο και ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον. Ακόμη και μετά την εργασία του στο τσαγκαράδικο, αναγκάζεται να κάνει και οικιακές εργασίες, όπως το να φυλάει το μωρό του αφεντικού κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επίσης, το αφεντικό του φέρεται άσχημα και τον χτυπάει συχνά. Το συναίσθημα του φόβου κυριαρχεί, ενώ από την άλλη πλευρά και το φαγητό που του προσφέρουν μόλις που φτάνει για να επιβιώσει. Τέλος, το παιχνίδι, η οικογενειακή ζεστασιά και η χαρά είναι έννοιες άγνωστες σε αυτή τη δύσκολη, απάνθρωπη ζωή στη Μόσχα. Σε αντίθεση με τη ζωή στη Μόσχα, η ζωή στο χωριό ήταν γεμάτη ευτυχισμένες στιγμές και όμορφες αναμνήσεις, αν και εκεί ανήκε σε υπηρετικό προσωπικό, ως γιος της καμαριέρας της κυρίας του σπιτιού. Στο χωριό, βέβαια, δεν εργαζόταν εκείνος, αλλά βοηθούσε τον παππού του στις δικές του εργασίες, οι οποίες ήταν κουραστικές, αλλά ήταν σαφώς περισσότερο ευχάριστες. Επιπλέον, κανείς δεν του συμπεριφερόταν άσχημα και κανείς δεν προσπαθούσε να τον εξαπατήσει ή να τον εκμεταλλευτεί, αντιθέτως, όλοι του συμπεριφέρονταν με καλοσύνη. Γενικότερα, ο Βάνκας στο χωριό του ήταν χαρούμενος, κοντά στους δικούς του ανθρώπους και απολάμβανε την ανεμελιά και το παιχνίδι. 

3. Σκιαγραφήστε το χαρακτήρα του μικρού βιοπαλαιστή, παραπέμποντας σε συγκεκριμένα σημεία του κειμένου. Ο Βάνκας είναι ένα παιδί ορφανό που από την ηλικία των εννέα ετών, αναγκάστηκε να εργαστεί, καθώς οι συνθήκες της ζωής τον ανάγκασαν να αποχωριστεί άθελά του τον παππού του και να πάει να εργαστεί ως τσαγκάρης στην πρωτεύουσα. Εκεί, οι άνθρωποι τον κακομεταχειρίζονται ενώ παράλληλα και το φαγητό που του προσφέρουν είναι λιγοστό. Αισθάνεται πολύ απογοητευμένος από την απανθρωπιά των ανθρώπων, απελπισμένος, ενώ βρίσκεται σε απόγνωση και σκέφτεται πως θα πεθάνει. Γι’ αυτό και απευθύνεται στον μοναδικό δικό του άνθρωπο που του έχει απομείνει, τον παππού του και τον παρακαλεί να έρθει να τον σώσει.

 4. Σε ποιο σημείο του διηγήματος ο χρόνος της αφήγησης είναι παροντικός; Τι θέλει να πετύχει ο συγγραφέας με αυτή την επιλογή; α. Ο χρόνος της αφήγησης είναι παροντικός, όταν ο Βάνκας σκέφτεται τον παππού του και τι θα κάνει τη συγκεκριμένη στιγμή στο χωριό («Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο ... τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές...»). β. Ο συγγραφέας δίνει ζωντάνια και παραστατικότητα στο έργο, καθώς οι εικόνες του χωριού είναι σαν να παρουσιάζονται ολοζώντανα μπροστά στα μάτια μας, ενώ παράλληλα, σπάει και η μονοτονία της αφήγησης. 5. Ποια συναισθήματα σας προκαλεί το τέλος του διηγήματος; Το τέλος του διηγήματος προκαλεί μια στενοχώρια και μια απογοήτευση, καθώς ο Βάνκας, παρουσιάζεται ήσυχος και χαρούμενος με το γράμμα που έστειλε στον παππού του, το οποίο ελπίζει ότι θα τον λυτρώσει. Ωστόσο, εμείς γνωρίζουμε πως το γράμμα δε θα φτάσει τελικά στον προορισμό του, λόγω της έλλειψης διεύθυνσης. Αυτό μας προκαλεί μια θλίψη, όταν βλέπουμε πως το μικρό παιδί αισθάνεται ευτυχισμένο, καθώς πιστεύει ότι οι προσευχές του θα εισακουστούν και πως ο παππούς του θα έρθει σύντομα κοντά του, να τον λυτρώσει από τα προβλήματά του και από τις άσχημες συνθήκες, κάτω από τις οποίες ζει και εργάζεται.


Δραστηριότητες δημιουργικής γραφής

α/ Ποια συναισθήματα σας προκαλεί το τέλος του διηγήματος; Σε μία παράγραφο 8-10 γραμμών δώστε ένα άλλο, αισιόδοξο τέλος στο κείμενο.
β/ Υποθέστε ότι το γράμμα πέφτει στα χέρια του Αλιάχιν. Γράψτε έναν διάλογο ανάμεσα στα δύο πρόσωπα.
γ/ Ποιο είναι το μήνυμα του διηγήματος; Γράψτε ένα κείμενο 8-10 γραμμών, στο οποίο θα αναφέρετε τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες πρέπει να μεγαλώνουν τα παιδιά.